- εσμοτοκος
- ἑσμοτόκοςἑσμο-τόκος2рождающий (пчелиные) рои
(χορός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χορός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εσμοτόκος — ἑσμοτόκος, ον (Α) αυτός που παράγει, που γεννά σμήνη μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσμός (I) + τόκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
ἑσμοτόκον — ἑσμοτόκος producing swarms of bees masc/fem acc sg ἑσμοτόκος producing swarms of bees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)